- στυγόδεμνος
- στῠγόδεμνος, ον,A hating marriage,
νόος AP10.68
(Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νόος AP10.68
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυγόδεμνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μισεί τη συζυγική ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύγος «μίσος» + δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φυγό δεμνος] … Dictionary of Greek
στυγόδεμνον — στυγόδεμνος hating marriage masc/fem acc sg στυγόδεμνος hating marriage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)